ἔχωμεν

ἔχωμεν
ἔχω
check
pres subj act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • 'χωμεν — ἔχωμεν , ἔχω check pres subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нога — НОГ|А (641), Ы с. 1.Нога, одна из двух нижних конечностей человека: Кротъко стѹпани‹ѥ› ‹и›мѣ||и ногама своима. поне же на мѣстѣ ст҃ѣмь стаѥши. Изб 1076, 253–253 об.; бѣаше бо по истинѣ чл҃овѣкъ б҃жии трѹды подвиза˫ас˫а дѣла˫а по вс˫а ‹дни› не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λιπαρώ — λιπαρῶ, έω (Α) 1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου 3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”